- παραπέμπομαι
- παραπέμπομαι, παραπέμφθηκα βλ. πίν. 10
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παραπέμπομαι — παραπέμπω send past pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
GLAUCOPIS — habens oculos caesios. Quo nomine dicta est Pallas, quae Latinis caesia, idqueve ut nonnullis placet, quasi Caelia. Diod. Sic. autem scribit aerem nominatum esse Pallada, et ideo Glaucopin dici, quoniam aer glauci, h. e. viridis sit aspectus. Nam … Hofmann J. Lexicon universale
OCULOS — I. OCULOS eruendi digitô in ira rixaque, consuetudo, Romanis olim familiaris, memoratur Martiali l. 1. Epigr. 93. v. 12. ubi acerbe invehitur in Mamurianum puero Cesto infestum, fodiam digitô, qui superest, oculum. Et l. 3. Epigr. 92. Ut patiar… … Hofmann J. Lexicon universale
παραπέμπω — ΝΜΑ 1. στέλνω κάποιον κάπου 2. (για πολεμικά πλοία) συνοδεύω νηοπομπή εμπορικών πλοίων σε καιρό πολέμου για προστασία τους από εχθρικές επιθέσεις 3. (σχετικά με δικαστικές υποθέσεις) διαβιβάζω στις ανακριτικές αρχές, υποβάλλω στο δικαστήριο για… … Dictionary of Greek
προσκαλώ — προσκαλῶ, έω, ΝΑ, και προσκαλάω και προσκαλνώ Ν [καλῶ] καλώ κάποιον να έλθει σ εμένα, τόν φωνάζω, τού παραγγέλλω να έλθει ή να μεταβεί κάπου (α. «φίλοι τούς επροσκάλεσαν, τούς είχανε τραπέζι», δημ. τραγούδι β. «με τη σιγαλή λαλιά τον ήλιο… … Dictionary of Greek